- οδηγητικός
- -ή, -όαυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να οδηγεί, καθοδηγητικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οδηγητικός — ή, ό (ΑΜ ὁδηγητικός, ή, όν) [οδηγώ] ικανός ή κατάλληλος να δίνει συμβουλές, καθοδηγητικός («ὁδηγητικὴ ὁμιλία», Ευστ.) … Dictionary of Greek
ὁδηγητικώτερον — ὁδηγητικός fitted for guiding adverbial comp ὁδηγητικός fitted for guiding masc acc comp sg ὁδηγητικός fitted for guiding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγητικόν — ὁδηγητικός fitted for guiding masc acc sg ὁδηγητικός fitted for guiding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγητικήν — ὁδηγητικός fitted for guiding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek
καθηγητικός — ή, ὁ (Α καθηγητικός, ή, όν) [καθηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καθηγητή («καθηγητικός μισθός») αρχ. ικανός για καθοδήγηση, οδηγητικός … Dictionary of Greek
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek